- λοιμικός
- -ή, -ό (AM λοιμικός, -ή, -όν) [λοιμός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ' αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.)νεοελλ.(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικόθανατηφόρα επιδημική νόσοςμσν.-αρχ.καταστρεπτικός, ολέθριος («λοιμικὰ τοξεύματα», Λυκόφρ.).επίρρ...λοιμικῶς (Α)σε κατάσταση λοιμού.
Dictionary of Greek. 2013.