λοιμικός

λοιμικός
-ή, -ό (AM λοιμικός, -ή, -όν) [λοιμός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ' αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό
θανατηφόρα επιδημική νόσος
μσν.-αρχ.
καταστρεπτικός, ολέθριος («λοιμικὰ τοξεύματα», Λυκόφρ.).
επίρρ...
λοιμικῶς (Α)
σε κατάσταση λοιμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοιμικός — pestilential masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικά — λοιμικός pestilential neut nom/voc/acc pl λοιμικά̱ , λοιμικός pestilential fem nom/voc/acc dual λοιμικά̱ , λοιμικός pestilential fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικῶν — λοιμικός pestilential fem gen pl λοιμικός pestilential masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικόν — λοιμικός pestilential masc acc sg λοιμικός pestilential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικαῖς — λοιμικός pestilential fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικαί — λοιμικός pestilential fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικοῖς — λοιμικός pestilential masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικοί — λοιμικός pestilential masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικοῦ — λοιμικός pestilential masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμικῆς — λοιμικός pestilential fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”